δεμάτι

δεμάτι
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 391 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 54 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 41 χλμ. ΒΑ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Ζαγορίου.
* * *
και δεμάτιο, το (AM δεμάτιον, Μ και δεμάτιν)
δέμα, δέσμη κυρίως από κλαδιά, στάχυα ή άχυρα, μικρό δέμα
νεοελλ.
1. οικογένεια σαπρόφυτων μυκήτων
2. ομάδα από μυϊκές ή νευρικές ίνες, παράλληλα και πυκνά συνταγμένες
3. (παροιμία) «και συ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι»
α) στη δυστροπία σου θα αντιτάξω τη δική μου
β) δεινά επιφυλάσσει η τύχη τόσο σε σένα όσο και σε μένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δέμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεμάτι — το δέσμη από κλαδιά, λουλούδια ή ξύλα: Κουβάλησα δεμάτια με κλαδιά από το δάσος, για τη φωτιά του τζακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέματι — δέμα band neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεματαριά — η το δεμάτι («μια δεματαριά ξύλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δεμάτι + αριά*] …   Dictionary of Greek

  • δεματιά — η δέμα, δεμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεμάτι + (κατάλ.) ιά*] …   Dictionary of Greek

  • Zagori — (Greek Ζαγόρι, is a region in the Pindus mountains in Epirus, in northwestern Greece. It has an area of some 1,000 square kilometers contains 45 villages known as Zagoria or the Zagorohoria, and is in the shape of an upturned equilateral triangle …   Wikipedia

  • άμαλλα — ἄμαλλα, η (Α) 1. δεμάτι από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο 2. σιτάρι 3. το σχοινί με το οποίο δένονται τα χερόβολα, το δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο, που σχηματίζεται από επαυξημένο με λ θέμα τού ρημ. ἀμῶμαι (ἀμῶ ΙΙ* άω) «συγκεντρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αδεμάτιαστος — η, ο [δεματιάζω] αυτός που δεν δεματιάστηκε, δεν δέθηκε σε δεμάτι …   Dictionary of Greek

  • αμαλλοδέτης — ἀμαλλοδέτης, ο (AM) ο αμαλλοδετήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δέτης < δῶ ( έω) «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • αμαλλοδετήρ — ἀμαλλοδετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δετήρ < δῶ ( έω) «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • βαντάκι — το [βάντα] 1. δέσμη νήματος 2. δεμάτι ξύλα 3. αρμαθιά φύλλων καπνού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”